- ἑτερόπλουν
- ἑτερόπλουςlent on bottomry with the risk of the outwardmasc/fem acc sgἑτερόπλουςlent on bottomry with the risk of the outwardneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετερόπλους — ἑτερόπλους, ουν και ἑτερόπλοος, ον (Α) 1. τα χρήματα που δανείζεται κάποιος μόνο για ένα ταξίδι όταν αποπλέει από ένα λιμάνι για να μεταβεί σε άλλο και τα οποία επιστρέφει στον τόπο τού κατάπλου («ἑτερόπλουν τἀργύριον εἰς Ἀθήνας», Δημοσθ.) 2. (το … Dictionary of Greek